Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ἠπεροπεύς

См. также в других словарях:

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • ηπεροπεύω — ἠπεροπεύω (Α) 1. με γοητευτικά λόγια και δελεαστική συμπεριφορά πλανεύω, ξεμυαλίζω γυναίκες, ώστε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις μαζί μου 2. απατώ, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπεροπεύς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»